- γλαύκειος
- γλαύκειος, -α, -ον (Α) [γλαυξ]αυτός που προέρχεται από τη γλαύκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek